τραγανίζω

τραγανίζω
Ν [τραγανός]
1. μασώ κάτι τραγανό ή σκληρό
2. κάνω θόρυβο μασουλώντας κάτι
3. (αμτβ.) τρίζω κατά τη μάσηση («το ψωμί τραγανίζει στα δόντια»)
4. μτφ. κατατρώω σαν τρωκτικό («τραγάνισε όλη την περιουσία τών γονιών του»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τραγανίζω — τραγανίζω, τραγάνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τραγανίζω — τραγάνισα 1. μτβ., μασώ κάτι τραγανό ή σκληρό, γριτσανίζω: Τραγανίζω παξιμάδι. 2. αμτβ., τρίζω στη μάσηση: Η φρυγανιά τραγανίζει στα δόντια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραγάνισμα — το, Ν [τραγανίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τραγανίζω …   Dictionary of Greek

  • τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”