- τραγανίζω
- Ν [τραγανός]1. μασώ κάτι τραγανό ή σκληρό2. κάνω θόρυβο μασουλώντας κάτι3. (αμτβ.) τρίζω κατά τη μάσηση («το ψωμί τραγανίζει στα δόντια»)4. μτφ. κατατρώω σαν τρωκτικό («τραγάνισε όλη την περιουσία τών γονιών του»).
Dictionary of Greek. 2013.